- εμφιλοχωρώ
- (AM ἐμφιλοχωρῶ, -έω)1. κατοικώ κάπου ευχάριστα, μού αρέσει να μένω ή να συχνάζω κάπου2. (απολ.) εμφανίζομαι ή συχνάζω με ευχαρίστηση κάπου3. διεισδύω, εισχωρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφιλοχωρῶ — ἐμφιλοχωρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐμφιλοχωρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)